- ακαταπάλαιστος
- ἀκαταπάλαιστος, -ον (Α) [καταπαλαίω]όποιος δεν έχει νικηθεί στο αγώνισμα τής πάλης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκαταπάλαιστος — unconquerable in wrestling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταπάλαιστον — ἀκαταπάλαιστος unconquerable in wrestling masc/fem acc sg ἀκαταπάλαιστος unconquerable in wrestling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)